- μυκηθμούς
- μῡκηθμούς , μυκηθμόςlowingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυκάμων — μυκάμων, ονος, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί μυκήμων) αυτός που εκβάλλει συνεχώς μυκηθμούς, ο μυκώμενος, ο γεμάτος μυκηθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + κατάλ. ήμων / ᾱμων (πρβλ. γηρ άμων)] … Dictionary of Greek
μουγκαλίζω — (Μ μουγκαλίζω και μουγκαρίζω) (συν. το μέσ.) μουγκαλίζομαι α) (για ζώα) βγάζω μυκηθμούς, μυκώμαι, μουγκρίζω β) μτφ. (για ανθρώπους) βογγώ δυνατά από τον πόνο («κι εμουγκαλίστη τρεις φορές το φοβερόν του στόμα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουγκαρίζω … Dictionary of Greek
μυκηδόν — (Α) επίρρ. με μυκηθμούς, με μουγκρητό, μουγκρίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
ογκαίος — ὀγκαῑος, αία, ον, θηλ. και αίη (Α) [Όγκο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Όγκα, δηλαδή στην Αθηνά («Ὀγκαίη πύλη» μία από τις πύλες τών Θηβών που ονομάστηκε έτσι από τους μυκηθμούς που έβγαζε η Αθηνά, όταν είχε μεταμορφωθεί σε βόδι, Νόνν.) … Dictionary of Greek